- υδροτεχνικός
- -ή, -ό, το θηλ. ως ουσ. και -ός, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροτεχνία («υδροτεχνικά έργα»)2. το θηλ. ως ουσ. η υδροτεχνικήη υδροτεχνία3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υδροτεχνικόςειδικός στην υδροτεχνία.
Dictionary of Greek. 2013.